πρωτόχορος

πρωτόχορος
ὁ, Α
1. ως κύριο όν. Πρωτόχορος
(ως τίτλος έργου τού Αλέξιδος και τού Αντιδότου) ο πρώτος χορός
2. ο αρχηγός τού χορού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)-* + χορός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρωτοχόρῳ — πρωτόχορος the first chorus masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Αντίδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος (4ος αι. π.Χ.). Μαθητής του Ευφράνορα και δάσκαλος του Νικία, ειδικός στην απεικόνιση ολυμπιονικών. 2. Αθηναίος κωμωδιογράφος (4ος αι. π.Χ.). Έγραψε τις κωμωδίες Μεμψίμοιρος και Πρωτόχορος,που δεν σώθηκαν …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”